ασυγκράτητος

ασυγκράτητος
-η, -ο αυτός που δεν συγκρατιέται, ακράτητος, ορμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συγκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ασυγκράτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συγκρατιέται, δεν αναχαιτίζεται, ακατάσχετος: Οι νέοι συνήθως είναι ασυγκράτητοι στις επιθυμίες τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσχετος — η, ο (AM ἄσχετος, ον) αυτός που δεν έχει καμία σχέση με άλλον αρχ. μσν. 1. ακράτητος, ασυγκράτητος 2. ακαταμάχητος 3. απεριόριστος, υπέρμετρος 4. απόλυτος νεοελλ. αδαής, ακατατόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) σχ , έσχον (αόρ. β του έχω)] …   Dictionary of Greek

  • άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • έξαλλος — η, ο (AM ἔξαλλος, ον) ο εντελώς διαφορετικός από ό,τι ήταν προηγουμένως νεοελλ. 1. ο αλλοιωμένος από ισχυρό συναίσθημα, έξω φρενών, σφοδρός («έξαλλος από χαρά, από θυμό») 2. (για συναισθήματα) ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτος («έξαλλη χαρά», «έξαλλο… …   Dictionary of Greek

  • αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος …   Dictionary of Greek

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek

  • ακάθεκτος — η, ο (Α ἀκάθεκτος, ον) ασυγκράτητος, ορμητικός, βίαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καθεκτός < κατέχω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκαθεκτοῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • ακατακράτητος — η, ο (Μ ἀκατακράτητος, ον) [κατακρατῶ] 1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τόν κατακρατήσει, να μην τόν επιστρέψει στον δικαιούχο 2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή μσν. ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος …   Dictionary of Greek

  • ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… …   Dictionary of Greek

  • ακρατόφρων — ἀκρατόφρων ( ονος), ον (Μ) αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του, αχαλίνωτος, ασυγκράτητος, ασύνετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρατὴς + φρων < φρήν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”